- ιδιοτυπία
- η1. ιδιορρυθμία: Η ιδιοτυπία αυτού του ποιήματος έγκειται στη γλώσσα.2. παραξενιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιδιοτυπία — ἡ ιδιαίτερη μορφή, ιδιομορφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιό τυπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου] … Dictionary of Greek
Η ιδιοτυπία — Η μελέτη των κοσμικών ακτινών μοναδική πηγή (ως το 1953) σ. υψηλής ενέργειας οδήγησε στην ανακάλυψη άλλων σ., στα οποία δόθηκε το όνομα «παράξενα σωματίδια» για τη διαφορετική συμπεριφορά τους από εκείνη των σ. των μέχρι τότε γνωστών σ. Πράγματι… … Dictionary of Greek
αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… … Dictionary of Greek
βραχυγναθισμός — ο ιδιοτυπία ορισμένων βραχυκέφαλων ατόμων, των οποίων τα δύο κύρια ημιμόρια της κάτω γνάθου είναι βραχύτερα του κανονικού … Dictionary of Greek
εξαίρεση — η (AM ἐξαίρεσις) [εξαίρω] χειρουργική αφαίρεση, εξαγωγή ξένου σώματος ή οργάνου νεοελλ. 1. ιδιοτυπία, απομάκρυνση από το κανονικό ή το συνηθισμένο («ο ηθικός άνθρωπος καταντά σήμερα να είναι εξαίρεση») 2. διάκριση, προτίμηση («ο δάσκαλος δεν… … Dictionary of Greek
ιδιομορφία — η ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες, η ιδιοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. singularite < λατ. singularitas «μοναδικότητα»] … Dictionary of Greek
ιδιοτροπία — η (Α ἰδιοτροπία) [ιδιότροπος] 1. η ιδιότητα τού ιδιότροπου, η ιδιορρυθμία, η ιδιοτυπία 2. δυστροπία, παραξενιά, στρυφνότητα αρχ. 1. ιδιαίτερος τρόπος 2. ιδιοσυγκρασία … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κοινοπραξία — Ένωση ατόμων ή επιχειρήσεων, που πραγματοποιείται επειδή οι συμμετέχοντες σε αυτήν κρίνουν ωφέλιμο (ή αναγκάζονται από τις συνθήκες) να επιλύσουν ένα κοινό πρόβλημα αναπτύσσοντας κοινή δραστηριότητα. Οι κ. μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικούς… … Dictionary of Greek
μαθητεία — Όρος του εργατικού δικαίου που δηλώνει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο μαθητευόμενος, γενικά σε ηλικία 14 έως 20 ετών, κατά την πρακτική εκμάθηση ενός επαγγέλματος ή ειδικότητας, κυρίως στον βιομηχανικό και στον βιοτεχνικό τομέα, υπό την… … Dictionary of Greek